- πλαστός
- faux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πλαστός — formed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… … Dictionary of Greek
πλαστός — ή, ό ο ψεύτικος, ο μη γνήσιος, ο μη πραγματικός: Ο τίτλος είναι πλαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστόν — πλαστός formed masc acc sg πλαστός formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοῖς — πλαστός formed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοί — πλαστός formed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστοῦ — πλαστός formed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῶς — πλαστός formed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστῷ — πλαστός formed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] … Dictionary of Greek